τυμπάνισμα

τυμπάνισμα
το, Ν
ο τυμπανισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυμπανίζω. Η λ., στον πληθ. τυμπανίσματα, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”